Dictionary of Greek. 2013.
ραγολογώ — ῥαγολογῶ, έω, ΝΑ, και ρωγολογώ Ν [ῥαγολόγος] μαζεύω ρώγες ή τα υπολείμματα από τα τσαμπιά κλημάτων … Dictionary of Greek